Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυκαρπία: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />abondance de fruits.<br />'''Étymologie:''' [[πολύκαρπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />abondance de fruits.<br />'''Étymologie:''' [[πολύκαρπος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[πολύκαρπος]]<br /><b>1.</b> [[αφθονία]] καρπών<br /><b>2.</b> [[ευφορία]], [[γονιμότητα]] («[[ὅταν]]... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο ένα [[φυτό]] ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ζωής του.
}}
}}