Anonymous

πολύπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ
33
(Autenrieth)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[πλάζω]]): muchwandering, [[far]]-[[roving]]; [[ἄνεμος]], [[driving]] [[far]] [[from]] the [[course]], [[baffling]], Il. 11.308.
|auten=([[πλάζω]]): muchwandering, [[far]]-[[roving]]; [[ἄνεμος]], [[driving]] [[far]] [[from]] the [[course]], [[baffling]], Il. 11.308.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πλανιέται [[παντού]], που τον φέρνουν οι περιστάσεις σε [[πολλά]] μέρη, από δω κι από κει, [[πολυπλάνητος]] (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε συνεχή [[κίνηση]]<br /><b>3.</b> (για τον νου και τη [[σκέψη]]) [[εκείνος]] που σφάλλει πολύ («πολύπλαγκτοι [[πραπίδες]]», Ελλ. Επιγράμμ.)<br /><b>4.</b> [[εκείνος]] που οδηγεί κάποιον σε [[παρέκκλιση]] από τον στόχο του, που τον παραπλανά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλαγκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάζω]] «περιπλανιέμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>πλαγκτος</i>].
}}
}}