Anonymous

πονήρευμα: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mauvaise action.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρεύομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />mauvaise action.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρεύομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν [[πονηρεύω]] / [[πονηρεύομαι]]]]<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τα πονηρεύματα</i><br />πανούργο [[τέχνασμα]], πονηρή [[πράξη]], [[κατεργαριά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> κακή ψυχική [[διάθεση]] ή [[φυσική]] [[κατάσταση]].
}}
}}