Anonymous

πονήρευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πονήρευμα''': τό, πανοῦργον [[τέχνασμα]], ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.
|lstext='''πονήρευμα''': τό, πανοῦργον [[τέχνασμα]], ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mauvaise action.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρεύομαι]].
}}
}}