Anonymous

πολύχρονος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύχρονος''': -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[πολυχρόνιος]], [[Αἰνείας]] Γαζ., κλπ.
|lstext='''πολύχρονος''': -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[πολυχρόνιος]], [[Αἰνείας]] Γαζ., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχρονος]], -ον, ΝΑ<br />[[πολυχρόνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σχετικά με πρόσ. ως [[ευχή]]) [[μακρόβιος]] («[[πολύχρονος]] νά 'σαι!»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>χρονος</i>)].
}}
}}