Anonymous

πορφύρεος: Difference between revisions

From LSJ
33
(T22)
(33)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πορφυρεα, πορφυρεον, in Attic and in the N. T. [[contracted]] [[πορφυροῦς]], [[πορφύρα]], πορφυροῦν ([[πορφύρα]]), from [[Homer]] [[down]], [[purple]], [[dyed]] in [[purple]], made of a [[purple]] [[fabric]]: πορφυροῦν [[namely]], [[ἔνδυμα]] (Buttmann, 82 (72)); cf. Winer's Grammar, p. 591 (550)), G L T Tr WH); Revelation 18:16.
|txtha=πορφυρεα, πορφυρεον, in Attic and in the N. T. [[contracted]] [[πορφυροῦς]], [[πορφύρα]], πορφυροῦν ([[πορφύρα]]), from [[Homer]] [[down]], [[purple]], [[dyed]] in [[purple]], made of a [[purple]] [[fabric]]: πορφυροῦν [[namely]], [[ἔνδυμα]] (Buttmann, 82 (72)); cf. Winer's Grammar, p. 591 (550)), G L T Tr WH); Revelation 18:16.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πορφυρός]].———————— <b>(II)</b><br />-έη, -ον, και αιολ. τ. [[πορφύριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]] ή για ποταμό) αυτός που [[είναι]] αναταραγμένος ή αυτός που έχει σκοτεινή όψη<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτό που χύνεται ορμητικά («αἵματι δὲ χθὼν δεύετο πορφυρέῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εμφανίζεται, που ενσκήπτει [[ξαφνικά]] (α. «τὸν δὲ κατ' [[ὄσσε]] ἔλλαβε [[πορφύρεος]] [[θάνατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πορφύρεος]] [[θάνατος]]<br />[[μέλος]] καὶ βαθὺς καὶ [[ταραχώδης]]», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πορφύρεος]]<br />ο [[θάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πορφύρω]].
}}
}}