Anonymous

πορφύρεος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πορφυρός]].———————— <b>(II)</b><br />-έη, -ον, και αιολ. τ. [[πορφύριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]] ή για ποταμό) αυτός που [[είναι]] αναταραγμένος ή αυτός που έχει σκοτεινή όψη<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτό που χύνεται ορμητικά («αἵματι δὲ χθὼν δεύετο πορφυρέῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εμφανίζεται, που ενσκήπτει [[ξαφνικά]] (α. «τὸν δὲ κατ' [[ὄσσε]] ἔλλαβε [[πορφύρεος]] [[θάνατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πορφύρεος]] [[θάνατος]]<br />[[μέλος]] καὶ βαθὺς καὶ [[ταραχώδης]]», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πορφύρεος]]<br />ο [[θάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πορφύρω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έη, -ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πορφυρός]].———————— <b>(II)</b><br />-έη, -ον, και αιολ. τ. [[πορφύριος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]] ή για ποταμό) αυτός που [[είναι]] αναταραγμένος ή αυτός που έχει σκοτεινή όψη<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτό που χύνεται ορμητικά («αἵματι δὲ χθὼν δεύετο πορφυρέῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εμφανίζεται, που ενσκήπτει [[ξαφνικά]] (α. «τὸν δὲ κατ' [[ὄσσε]] ἔλλαβε [[πορφύρεος]] [[θάνατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πορφύρεος]] [[θάνατος]]<br />[[μέλος]] καὶ βαθὺς καὶ [[ταραχώδης]]», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πορφύρεος]]<br />ο [[θάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πορφύρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορφύρεος:''' -η, -ον, Αττ. -οῦς, <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>·<br /><b class="num">I.</b> ομηρ. [[χρήση]] (από το [[πορφύρω]]),<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], αυτός που έχει σκοτεινή [[λάμψη]], [[σκοτεινός]]· ομοίως, πορφυρέη [[νεφέλη]].<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[αίμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[πορφύρεος]] [[θάνατος]], λέγεται για τον θάνατο σε [[μάχη]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για υφάσματα, ενδύματα κ.λπ.· [[σκούρος]], [[κοκκινωπός]].<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[ουράνιο]] [[τόξο]], πιθ. [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]· λέγεται και για τα ερπετά, [[αστραφτερός]], [[στιλπνός]]· ο Όμηρ. φαίνεται να μη γνώριζε την [[πορφύρα]], [[επομένως]] η [[λέξη]] σ' αυτόν δεν υποδηλώνει συγκεκριμένο [[χρώμα]].<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταγεν. του Ομήρ. (από [[πορφύρα]]) σκουροκόκκινος, [[πορφυρός]] ή βαθυκόκκινος, σε Πίνδ., Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> ντυμένος με [[πορφύρα]], περιβεβλημένος με [[πορφύρα]], σε Λουκ.
}}
}}