Anonymous

πορφυροκλέπτης: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_19)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠροκλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.
|lstext='''πορφῠροκλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που κλέβει πορφύρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[κλέπτης]].
}}
}}