Anonymous

ποταμηπόρος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτᾰμηπόρος''': -ον, ὁ διαβαίνων ποταμούς, Ὀππ. Κυν. 2. 178., 4 84.
|lstext='''ποτᾰμηπόρος''': -ον, ὁ διαβαίνων ποταμούς, Ὀππ. Κυν. 2. 178., 4 84.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που διαβαίνει ποταμούς<br /><b>2.</b> αυτός που πηγαίνει στο [[ποτάμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]].
}}
}}