Anonymous

ποώδης: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />d’un vert de gazon.<br />'''Étymologie:''' [[πόα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />d’un vert de gazon.<br />'''Étymologie:''' [[πόα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΜΑ, και [[ποιώδης]], Α [[πόα</i> / [[ποία]]]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[είδος]] της πόας<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με πόα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ποώδη φυτά» ή, [[απλώς]], «τα ποώδη» — [[τάξη]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που περιλαμβάνει μόνο την [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]]<br />β) «ποώδεις διαπλάσεις»<br /><b>βιολ.</b> εκτάσεις οι οποίες καλύπτονται από [[βλάστηση]] η οποία αποτελείται [[κυρίως]] από ποώδη είδη, με διάσπαρτα, [[συχνά]], δέντρα ή θάμνους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το πράσινο [[χρώμα]] της χλόης, [[χλοερός]].
}}
}}