Anonymous

ποώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποώδης''': -ες, (πόα, [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς πόαν, ἐκ τοῦ εἴδους τῆς πόας, Θεόφρ. κλπ.· [[ποιώδης]] παρ’ Ἡροδ. 4. 47, Ἀρρ. Ἰνδ. 32. 4· ὄζειν ποωδέστερον Ἀριστ. Προβλ. 13. 4· ― τὰ ποώδη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 10, κτλ. ΙΙ. [[χλοερός]], ἔχων τὸ πράσινον [[χρῶμα]] τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 2, κ. ἀλλ.
|lstext='''ποώδης''': -ες, (πόα, [[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς πόαν, ἐκ τοῦ εἴδους τῆς πόας, Θεόφρ. κλπ.· [[ποιώδης]] παρ’ Ἡροδ. 4. 47, Ἀρρ. Ἰνδ. 32. 4· ὄζειν ποωδέστερον Ἀριστ. Προβλ. 13. 4· ― τὰ ποώδη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 10, κτλ. ΙΙ. [[χλοερός]], ἔχων τὸ πράσινον [[χρῶμα]] τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 2, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />d’un vert de gazon.<br />'''Étymologie:''' [[πόα]], -ωδης.
}}
}}