Anonymous

προαποθνήσκω: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_13b)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προαποθνήσκω''': μέλλ. -θανοῦμαι, [[ἀποθνήσκω]] πρότερον ἢ πρῶτος, Ἡρόδ. 2. 1· ὑπέρ τινος Πλάτ. Συμπ. 208D· πρ. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, [[ἀποθνήσκω]] πρὸ τοῦ νὰ γηράσω, Ἀντιφῶν 125. 25· ἐπὶ δειλῶν ἀνθρώπων, [[ἔνιοι]] γὰρ φοβούμενοι μὴ ληφθέντες ἀποθάνωσιν ὑπὸ τοῦ φόβου προαποθνήσκουσι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25.
|lstext='''προαποθνήσκω''': μέλλ. -θανοῦμαι, [[ἀποθνήσκω]] πρότερον ἢ πρῶτος, Ἡρόδ. 2. 1· ὑπέρ τινος Πλάτ. Συμπ. 208D· πρ. τῆς γηραιοῦ τελευτῆς, [[ἀποθνήσκω]] πρὸ τοῦ νὰ γηράσω, Ἀντιφῶν 125. 25· ἐπὶ δειλῶν ἀνθρώπων, [[ἔνιοι]] γὰρ φοβούμενοι μὴ ληφθέντες ἀποθάνωσιν ὑπὸ τοῦ φόβου προαποθνήσκουσι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 25.
}}
{{grml
|mltxt=προαποθνῄσκω ΝΜΑ<br />[[πεθαίνω]] πρωτύτερα ή [[πεθαίνω]] [[πρώτος]] («ἵνα μὴ σπάνει τῶν ἀναγκαίων προαποθνήσκοιμεν τῆς γηραιού τελευτῆς», Αντιφ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πεθαίνω]] υπερασπιζόμενος κάποιον.
}}
}}