Anonymous

προγυμνάζω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=exercer auparavant, préparer par l’exercice, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γυμνάζω]].
|btext=exercer auparavant, préparer par l’exercice, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γυμνάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] κάποιον [[προηγουμένως]], προκαταρκτικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]], [[ασκώ]]<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]] μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον [[προηγουμένως]] στη [[ρητορική]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προγυμνάζομαι</i><br />α) (για επιχειρήματα ή για γραπτά [[κείμενα]]) προετοιμάζομαι από [[πριν]] («oἱ προγυμνασθέντες λόγοι», Ερμογ.)<br />β) γυμνάζομαι, ασκούμαι.
}}
}}