3,277,121
edits
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br />[[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] κάποιον [[προηγουμένως]], προκαταρκτικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]], [[ασκώ]]<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]] μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον [[προηγουμένως]] στη [[ρητορική]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προγυμνάζομαι</i><br />α) (για επιχειρήματα ή για γραπτά [[κείμενα]]) προετοιμάζομαι από [[πριν]] («oἱ προγυμνασθέντες λόγοι», Ερμογ.)<br />β) γυμνάζομαι, ασκούμαι. | |mltxt=ΝΑ<br />[[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] κάποιον [[προηγουμένως]], προκαταρκτικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]], [[ασκώ]]<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]] μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον [[προηγουμένως]] στη [[ρητορική]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προγυμνάζομαι</i><br />α) (για επιχειρήματα ή για γραπτά [[κείμενα]]) προετοιμάζομαι από [[πριν]] («oἱ προγυμνασθέντες λόγοι», Ερμογ.)<br />β) γυμνάζομαι, ασκούμαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] από [[πριν]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |