Anonymous

προγυμνάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] κάποιον [[προηγουμένως]], προκαταρκτικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]], [[ασκώ]]<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]] μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον [[προηγουμένως]] στη [[ρητορική]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προγυμνάζομαι</i><br />α) (για επιχειρήματα ή για γραπτά [[κείμενα]]) προετοιμάζομαι από [[πριν]] («oἱ προγυμνασθέντες λόγοι», Ερμογ.)<br />β) γυμνάζομαι, ασκούμαι.
|mltxt=ΝΑ<br />[[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] κάποιον [[προηγουμένως]], προκαταρκτικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυμνάζω]], [[ασκώ]]<br /><b>2.</b> [[προετοιμάζω]] μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταρτίζω]] κάποιον [[προηγουμένως]] στη [[ρητορική]]<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προγυμνάζομαι</i><br />α) (για επιχειρήματα ή για γραπτά [[κείμενα]]) προετοιμάζομαι από [[πριν]] («oἱ προγυμνασθέντες λόγοι», Ερμογ.)<br />β) γυμνάζομαι, ασκούμαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[γυμνάζω]] ή [[ασκώ]] από [[πριν]], σε Λουκ.
}}
}}