Anonymous

προέγκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_20)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προέγκειμαι''': Παθ., [[ἔγκειμαι]] ἐκ τῶν προτέρων, [[προϋπάρχω]], Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516, Ἡσύχ.
|lstext='''προέγκειμαι''': Παθ., [[ἔγκειμαι]] ἐκ τῶν προτέρων, [[προϋπάρχω]], Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προϋπάρχω]] («της προεγκειμένης τροφῆς», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ενταφιάζομαι [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔγκειμαι]] «[[υπάρχω]], βρίσκομαι»].
}}
}}