προέγκειμαι

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέγκειμαι Medium diacritics: προέγκειμαι Low diacritics: προέγκειμαι Capitals: ΠΡΟΕΓΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: proénkeimai Transliteration B: proenkeimai Transliteration C: proegkeimai Beta Code: proe/gkeimai

English (LSJ)

Pass., to be laid or lie in before, τῆς -κειμένης τροφῆς Hdn.1.17.10; to be interred previously, IGRom.4.1284.31 (Thyatira).

German (Pape)

[Seite 717] (s. κεῖμαι), vorher darin liegen, Hdn. 1, 17, 23.

Greek (Liddell-Scott)

προέγκειμαι: Παθ., ἔγκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, προϋπάρχω, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 3516, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. προϋπάρχω («της προεγκειμένης τροφῆς», Ηρωδιαν.)
2. ενταφιάζομαι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔγκειμαι «υπάρχω, βρίσκομαι»].