Anonymous

προΐσχω: Difference between revisions

From LSJ
1,151 bytes added ,  29 September 2017
34
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προΐσχω''': [[προέχω]], κρατῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, [[προτείνω]], ἐπὶ παιδίων παιζόντων τὴν παιδιὰν [[ποσίνδα]], Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 10 (ἐν Ἡροδ. 4. 200, προσῖσχε ἐκ διορθώσεως)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἔχω ἢ βάλλω ἐμπρός μου, κρατῶ ἐμπρός, χεῖρας Θουκ. 3. 58, 66· [[μετὰ]] γεν., κρατῶ ἐνώπιον, Πλουτ. Πομπ. 71, πρβλ. Κάτωνα Νεώτ. 19. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (πρβλ. [[προέχω]] Ι. 2), [[προβάλλω]], μεταχειρίζομαι ὡς πρόφασιν, [[προφασίζομαι]], ἰσχυρίζομαι, Ἡρόδ. 1. 3. 141, κ. ἀλλ.· πρόφασιν τήν... ὕβριν πρ. ὁ αὐτ. 4. 165, πρβλ. 6. 137., 8. 3· πρ. ξυγγένειαν Θουκ. 1. 26· τὸν νόμον Πλουτ. Ἀλέξ. 14, κτλ. 2) [[προτείνω]], [[προσφέρω]], Ἡρόδ. 1. 141, 164, Θουκ. 4. 87. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσχόμενος· προβαλλόμενος», καὶ προϊσχομένου· προτείνοντος χεῖρα, δίκαιον προβάλλοντος», καὶ «προΐσχονται· προβάλλονται», καὶ «προΐσχοντο (Θουκ. 3, 68)· ἔδοξαν».
|lstext='''προΐσχω''': [[προέχω]], κρατῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, [[προτείνω]], ἐπὶ παιδίων παιζόντων τὴν παιδιὰν [[ποσίνδα]], Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 10 (ἐν Ἡροδ. 4. 200, προσῖσχε ἐκ διορθώσεως)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἔχω ἢ βάλλω ἐμπρός μου, κρατῶ ἐμπρός, χεῖρας Θουκ. 3. 58, 66· [[μετὰ]] γεν., κρατῶ ἐνώπιον, Πλουτ. Πομπ. 71, πρβλ. Κάτωνα Νεώτ. 19. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (πρβλ. [[προέχω]] Ι. 2), [[προβάλλω]], μεταχειρίζομαι ὡς πρόφασιν, [[προφασίζομαι]], ἰσχυρίζομαι, Ἡρόδ. 1. 3. 141, κ. ἀλλ.· πρόφασιν τήν... ὕβριν πρ. ὁ αὐτ. 4. 165, πρβλ. 6. 137., 8. 3· πρ. ξυγγένειαν Θουκ. 1. 26· τὸν νόμον Πλουτ. Ἀλέξ. 14, κτλ. 2) [[προτείνω]], [[προσφέρω]], Ἡρόδ. 1. 141, 164, Θουκ. 4. 87. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσχόμενος· προβαλλόμενος», καὶ προϊσχομένου· προτείνοντος χεῖρα, δίκαιον προβάλλοντος», καὶ «προΐσχονται· προβάλλονται», καὶ «προΐσχοντο (Θουκ. 3, 68)· ἔδοξαν».
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για [[παιδιά]] που έπαιζαν το [[παιχνίδι]] [[ποσίνδα]]) [[κρατώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>προΐσχομαι</i> α) [[τεντώνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] [[κάτι]] για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[κρατώ]] ενώπιον κάποιου<br />γ) [[προεξέχω]]<br />δ) <b>μτφ.</b> [[προφασίζομαι]] («καὶ ξυγγένειαν, ἣν προϊσχόμενοι ἐδέοντο σφᾱς κατάγειν», θουκ)<br />ε) <b>μτφ.</b> [[προβάλλω]] ως [[αξίωση]]<br />στ) [[προσφέρω]] («ὁ δὲ ἀκούσας αὐτῶν τε τὰ προΐσχοντο ἔλεξε σφι λόγον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ζ) [[ενισχύω]]<br />η) [[καταδιώκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]], εκτετ. τ. του <i>ἔχω</i>].
}}
}}