Anonymous

προΐσχω: Difference between revisions

From LSJ
6_2
(13_6a)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0726.png Seite 726]] (s. [[ἴσχω]]), = [[προέχω]], vorhalten, hinhalten; Her. 4, 200, πρὸς τὸ [[δάπεδον]], richtiger [[προσίσχω]]; vgl. Xen. Hipparch. 5, 10. – Med. vor sich hinhalten, χεῖρας προϊσχόμενοι, Thuc. 3, 58. 67, darreichen; τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, die Hände vor das Gesicht halten, Plut. Pomp. 71; ἔπεα, vortragen, Her. 1, 164. 3, 137; λόγον, 8, 111; τοῦτο, 1, 3. 141. 6, 10. 49; vgl. Thuc. 4, 87; auch πρόφασιν, vorgeben, vorschützen, Her. 6, 117. 8, 3. 9, 165 u. Sp., wie ὁ δὲ τὸ [[γῆρας]] προϊσχόμενος παρῃτήσατο Hdn. 4, 14, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0726.png Seite 726]] (s. [[ἴσχω]]), = [[προέχω]], vorhalten, hinhalten; Her. 4, 200, πρὸς τὸ [[δάπεδον]], richtiger [[προσίσχω]]; vgl. Xen. Hipparch. 5, 10. – Med. vor sich hinhalten, χεῖρας προϊσχόμενοι, Thuc. 3, 58. 67, darreichen; τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, die Hände vor das Gesicht halten, Plut. Pomp. 71; ἔπεα, vortragen, Her. 1, 164. 3, 137; λόγον, 8, 111; τοῦτο, 1, 3. 141. 6, 10. 49; vgl. Thuc. 4, 87; auch πρόφασιν, vorgeben, vorschützen, Her. 6, 117. 8, 3. 9, 165 u. Sp., wie ὁ δὲ τὸ [[γῆρας]] προϊσχόμενος παρῃτήσατο Hdn. 4, 14, 3.
}}
{{ls
|lstext='''προΐσχω''': [[προέχω]], κρατῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, [[προτείνω]], ἐπὶ παιδίων παιζόντων τὴν παιδιὰν [[ποσίνδα]], Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 10 (ἐν Ἡροδ. 4. 200, προσῖσχε ἐκ διορθώσεως)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἔχω ἢ βάλλω ἐμπρός μου, κρατῶ ἐμπρός, χεῖρας Θουκ. 3. 58, 66· [[μετὰ]] γεν., κρατῶ ἐνώπιον, Πλουτ. Πομπ. 71, πρβλ. Κάτωνα Νεώτ. 19. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (πρβλ. [[προέχω]] Ι. 2), [[προβάλλω]], μεταχειρίζομαι ὡς πρόφασιν, [[προφασίζομαι]], ἰσχυρίζομαι, Ἡρόδ. 1. 3. 141, κ. ἀλλ.· πρόφασιν τήν... ὕβριν πρ. ὁ αὐτ. 4. 165, πρβλ. 6. 137., 8. 3· πρ. ξυγγένειαν Θουκ. 1. 26· τὸν νόμον Πλουτ. Ἀλέξ. 14, κτλ. 2) [[προτείνω]], [[προσφέρω]], Ἡρόδ. 1. 141, 164, Θουκ. 4. 87. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσχόμενος· προβαλλόμενος», καὶ προϊσχομένου· προτείνοντος χεῖρα, δίκαιον προβάλλοντος», καὶ «προΐσχονται· προβάλλονται», καὶ «προΐσχοντο (Θουκ. 3, 68)· ἔδοξαν».
}}
}}