3,277,286
edits
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> προκαταστήσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> placer devant (pour protéger);<br /><b>2</b> <i>intr. (à l’ao.2</i> προκατέστην <i>et au pf.</i> προκαθέστηκα) être établi auparavant (pour se défendre) acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίστημι]]. | |btext=<i>f.</i> προκαταστήσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> placer devant (pour protéger);<br /><b>2</b> <i>intr. (à l’ao.2</i> προκατέστην <i>et au pf.</i> προκαθέστηκα) être établi auparavant (pour se défendre) acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίστημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[καθίστημι]]<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]], [[διορίζω]] εκ τών προτέρων («ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων... προκαταστήσας», Δίων Κάσα)<br /><b>2.</b> (μέσ. με ενεργ. σημ.) <i>προκαθίσταμαι</i><br />α) [[παρασκευάζω]], [[τακτοποιώ]] εκ τών προτέρων («οὕτω προκαταστησάμενον τὸν λόγον», Δίον. Αλ.)<br />β) [[ορίζω]] εκ τών προτέρων («ὅτι τῶν ἀδήλων ἐστὶν ἡ [[ἀπόδειξις]] προκατεστησάμεθα», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) τοποθετούμαι, διορίζομαι εκ τών προτέρων<br />β) καθορίζομαι εκ τών προτέρων. | |||
}} | }} |