3,277,286
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκαθίστημι''': [[καθίστημι]], τοποθετῶ τι ἐμπρός· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., φύλακας προκαθιστάμενοι, τοποθετοῦντες [[ἔμπροσθεν]], Ξεν. Ἱέρ. 9. 2) [[παρασκευάζω]] ἢ τακτοποιῶ πρότερον, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 2· ἀπολ., [[ὁρίζω]] πρότερον, προκαταστήσασθαι ὅτι... Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 379. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀμεταβ., τοποθετοῦμαι πρότερον, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας Θουκ. 2. 2. 2) καθορίζομαι πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 41. | |lstext='''προκαθίστημι''': [[καθίστημι]], τοποθετῶ τι ἐμπρός· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., φύλακας προκαθιστάμενοι, τοποθετοῦντες [[ἔμπροσθεν]], Ξεν. Ἱέρ. 9. 2) [[παρασκευάζω]] ἢ τακτοποιῶ πρότερον, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 2· ἀπολ., [[ὁρίζω]] πρότερον, προκαταστήσασθαι ὅτι... Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 379. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀμεταβ., τοποθετοῦμαι πρότερον, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας Θουκ. 2. 2. 2) καθορίζομαι πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προκαταστήσω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> placer devant (pour protéger);<br /><b>2</b> <i>intr. (à l’ao.2</i> προκατέστην <i>et au pf.</i> προκαθέστηκα) être établi auparavant (pour se défendre) acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καθίστημι]]. | |||
}} | }} |