Anonymous

προκαταπαύω: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_2)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταπαύω''': [[καταπαύω]], πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554.
|lstext='''προκαταπαύω''': [[καταπαύω]], πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[καταπαύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] να σταματήσει [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῡ φρονήματος», Λιβάν.)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]] [[προτού]] να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῡ συμμέτρου», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}