Anonymous

προκαταπαύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(34)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[καταπαύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] να σταματήσει [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῡ φρονήματος», Λιβάν.)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]] [[προτού]] να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῡ συμμέτρου», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=Α [[καταπαύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] να σταματήσει [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῦ φρονήματος», Λιβάν.)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]] [[προτού]] να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῦ συμμέτρου», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}