Anonymous

πρόκριτος: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> préféré, choisi;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ὁ [[πρόκριτος]] τῆς βουλῆς, τῆς γερουσίας = <i>lat.</i> princeps senatus.<br />'''Étymologie:''' [[προκρίνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> préféré, choisi;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ὁ [[πρόκριτος]] τῆς βουλῆς, τῆς γερουσίας = <i>lat.</i> princeps senatus.<br />'''Étymologie:''' [[προκρίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρόκριτος]], -ον, ΝΜΑ [[προκρίνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πρόκριτοι</i><br />οι προύχοντες, οι προεστοί («τελειώνοντας ο [[πόλεμος]], συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι τών χωριών της Άρτας», Μακρυγιάννης)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για υποψηφίους που περιλαμβάνονται σε προκαταρκτικό κατάλογο) αυτός που έχει προκριθεί («τὰς δ' ἀρχάς ἐποίησε κληρωτας ἐκ προκρίτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρόκριτος]] τῆς γερουσίας» — ο επικεφαλής της ρωμαϊκής συγκλήτου<br />β) «[[πρόκριτος]] τῆς νεότητος»<br />(στη [[Ρώμη]]) αυτός που πρώτευε στις τάξεις της νεολαίας, [[ιδίως]] στην [[τάξη]] τών ιππέων<br />γ) «[[πρόκριτος]] ἤ...» — [[προτιμότερος]] από... («[[πρόκριτος]] ἐστι, [[Φίλιννα]], τέη ῥυτὶς ἢ ὀπὸς ἥβης», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
}}