πρόκριτος

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκρῐτος Medium diacritics: πρόκριτος Low diacritics: πρόκριτος Capitals: ΠΡΟΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: prókritos Transliteration B: prokritos Transliteration C: prokritos Beta Code: pro/kritos

English (LSJ)

πρόκριτον,
A chosen before others, select, Pl.R. 537d, Lg.945b: especially of a preliminary list of selected candidates, κληρωτοὶ ἐκ προκρίτων Arist.Pol.1298b9, cf. Ath.8.1, Decr.ib.30.2; πρόκριτος ἢ... = chosen rather than... AP5.257 (Paul. Sil.).
II at Rome, πρόκριτος, = princeps, D.C.57.8; πρόκριτος τῆς γερουσίας = princeps senatus, Id.53.1, cf. 46.20; πρόκριτος τῆς νεότητος = princeps juventutis, Id.78.17 (also πρόκριτος τῆς ἱππάδος = leader of the knights, princeps militiae Id.71.35); πρόκριτος (sc. πρόκριτος τῶν γραμματοφόρων) = princeps peregrinorum, prob. in Id.78.14 (πρόκοιτος codd.).

German (Pape)

[Seite 731] vorher untersucht, vorher erwählt; Plat. Rep. VII, 537 d; Dem. 59, 75. – Bei Sp. entspricht es dem lat. princeps, wie D. Cass. 57, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 préféré, choisi;
2 subst.πρόκριτος τῆς βουλῆς, πρόκριτος τῆς γερουσίας = lat. princeps senatus.
Étymologie: προκρίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόκριτος -ον [προκρίνω] geselecteerd.

Russian (Dvoretsky)

πρόκρῐτος:
1 ранее выбранный, избранный (κληρωτοί Arst.): ἀρχόντων γενομένων ἐκ προκρίτων Plat. поскольку архонты назначаются из (числа) уже избранных, т. е. в порядке двухстепенных выборов;
2 предпочтительный, лучший Anth.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόκριτος, -ον, ΝΜΑ προκρίνω
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πρόκριτοι
οι προύχοντες, οι προεστοί («τελειώνοντας ο πόλεμος, συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι τών χωριών της Άρτας», Μακρυγιάννης)
αρχ.
1. (ιδίως για υποψηφίους που περιλαμβάνονται σε προκαταρκτικό κατάλογο) αυτός που έχει προκριθεί («τὰς δ' ἀρχάς ἐποίησε κληρωτας ἐκ προκρίτων», Αριστοτ.)
2. φρ. α) «πρόκριτος τῆς γερουσίας» — ο επικεφαλής της ρωμαϊκής συγκλήτου
β) «πρόκριτος τῆς νεότητος»
(στη Ρώμη) αυτός που πρώτευε στις τάξεις της νεολαίας, ιδίως στην τάξη τών ιππέων
γ) «πρόκριτος ἤ...» — προτιμότερος από... («πρόκριτος ἐστι, Φίλιννα, τέη ῥυτὶς ἢ ὀπὸς ἥβης», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

πρόκρῐτος: -ον, επιλεγμένος πριν από τους άλλους, εκλεκτός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκρῐτος: -ον, ἐκλεκτός, ἐκλελεγμένος, πρόκριτος, Πλάτ. Πολ. 537D, Νόμ. 945Β, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 10· πρ. ἤ..., μᾶλλον ἐκλεχθεὶς ἤ..., Ἀνθ. Π. 5. 258· ― ὁ πρ. τῆς γερουσίας, Λατ. Princeps senatus, Δίων Κ. 53. 1. πρβλ. 46. 20.

Middle Liddell

πρόκρῐτος, ον, [from προκρῑ́νω]
chosen before others, select, Plat.