Anonymous

πρόσδενδρος: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_17)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσδενδρος''': -ον, ὁ εἰς δένδρα προσκολλώμενος, ἐπὶ ἑρπυστικῶν φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 2.
|lstext='''πρόσδενδρος''': -ον, ὁ εἰς δένδρα προσκολλώμενος, ἐπὶ ἑρπυστικῶν φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για ερπυστικά φυτά) αυτός που προσκολλάται σε [[δένδρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δενδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>δενδρος</i>].
}}
}}