Anonymous

προσεκμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_20)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεκμαίνομαι''': Παθ., [[μαίνομαι]] [[προσέτι]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.
|lstext='''προσεκμαίνομαι''': Παθ., [[μαίνομαι]] [[προσέτι]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[γίνομαι]] πιο [[μανιώδης]] («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκμαίνομαι</i> «παραφέρομαι, έχω [[μανία]] [[εναντίον]] κάποιου»].
}}
}}