προσεκμαίνομαι

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκμαίνομαι Medium diacritics: προσεκμαίνομαι Low diacritics: προσεκμαίνομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΚΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: prosekmaínomai Transliteration B: prosekmainomai Transliteration C: prosekmainomai Beta Code: prosekmai/nomai

English (LSJ)

Pass., become demented besides, π. τὴν γνώμην Aret.CA2.11.

German (Pape)

[Seite 758] pass., noch dazu heftig in Wuth geraten, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι προσέτι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.

Greek Monolingual

Α
γίνομαι πιο μανιώδης («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκμαίνομαι «παραφέρομαι, έχω μανία εναντίον κάποιου»].