προσεκμαίνομαι
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
Pass., become demented besides, π. τὴν γνώμην Aret.CA2.11.
German (Pape)
[Seite 758] pass., noch dazu heftig in Wuth geraten, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι προσέτι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.
Greek Monolingual
Α
γίνομαι πιο μανιώδης («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκμαίνομαι «παραφέρομαι, έχω μανία εναντίον κάποιου»].