Anonymous

προσεξετάζω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=rechercher en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐξετάζω]].
|btext=rechercher en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐξετάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[εξετάζω]], [[ερευνώ]] επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους [[εἶναι]] τοὺς νόμους, τίσιν τοῡτο προσεξεταζέτω», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}