προσεξετάζω
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
examine or search into besides, D.21.227 (Pass.), 24.69, Gal.6.723, Luc.Tyr.11.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu, zugleich untersuchen, prüfen; Dem. 24, 69; προσεξήτασται, 21, 227; Luc. Tyrann. 11.
French (Bailly abrégé)
rechercher en outre.
Étymologie: πρός, ἐξετάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εξετάζω bovendien onderzoeken.
Russian (Dvoretsky)
προσεξετάζω: сверх того исследовать Dem., Luc.
Greek Monolingual
Α
εξετάζω, ερευνώ επιπροσθέτως ή περισσότερο («εἰ... δημοτικόν τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τοῦτο προσεξεταζέτω», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
προσεξετάζω: μέλ. -σω, εξετάζω, ψάχνω μέσα σε, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προσεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ προσέτι, Δημ. 586. 23., 722. 23, Λουκ. Τύρανν. 11· ― ῥημ. ἐπίθ. -εξεταστέον, Βυζ.