Anonymous

προσεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι.
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[μπροστά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («προσερπύσας καὶ λαβόμενος τοῡ ἱματίου ταῑς χερσὶ καὶ προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> σηκώνομαι για να συναντήσω κάποιον.
}}
}}