3,277,226
edits
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι. | |btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[μπροστά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («προσερπύσας καὶ λαβόμενος τοῡ ἱματίου ταῑς χερσὶ καὶ προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> σηκώνομαι για να συναντήσω κάποιον. | |||
}} | }} |