Anonymous

προσεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεξανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι [[πρός]] τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.
|lstext='''προσεξανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. -ανέστην, ἐξανίσταμαι, σηκώνομαι [[πρός]] τι, προσεξαναστὰς πρὸς τὰ γόνατα τοῦ Γλαυκίου Πλουτ. Πύρρ. 3, Δίων Κ. 60. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσεξαναστήσομαι, <i>ao.</i> προσεξανέστην, <i>etc.</i><br />se lever.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἐξανίσταμαι.
}}
}}