Anonymous

προσθήκη: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προστίθημι]]<br /><b>1.</b> [[πρόσθεση]], [[προσάρτηση]] (α. «θα [[κάνω]] μία [[προσθήκη]] στο [[κείμενο]]» β. «ἐν προσθήκης μέρει» — με τη [[μορφή]] παραρτήματος, <b>Πλάτ.</b><br />γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» — ήταν [[είδος]] προσθήκης, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[συμπλήρωση]], [[επαύξηση]]<br /><b>3.</b> το [[μέρος]] που προστίθεται, το [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] για κτίσματα) [[επέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πρόσθετη [[πληρωμή]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[αξία]]) [[πρόσθετος]] [[χαρακτηρισμός]] («πᾱσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῡ δικαίου καὶ ἀδίκου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γεγονός]], απλό [[περιστατικό]] («τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῑν», Αλεξ.)<br /><b>4.</b> [[βοήθεια]], [[αρωγή]], [[επικουρία]] (α. «[[προσθήκη]] τῆς γυναικὸς ἦν», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> [[μόριο]] («ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ [[πάθος]]», Λογγίν.)<br /><b>6.</b> [[τόκος]]<br /><b>7.</b> [[πρόοδος]]<br /><b>8.</b> το [[τμήμα]] της εκκλησίας που [[είναι]] πρόσθετο στο [[ιερό]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προστίθημι]]<br /><b>1.</b> [[πρόσθεση]], [[προσάρτηση]] (α. «θα [[κάνω]] μία [[προσθήκη]] στο [[κείμενο]]» β. «ἐν προσθήκης μέρει» — με τη [[μορφή]] παραρτήματος, <b>Πλάτ.</b><br />γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» — ήταν [[είδος]] προσθήκης, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[συμπλήρωση]], [[επαύξηση]]<br /><b>3.</b> το [[μέρος]] που προστίθεται, το [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] για κτίσματα) [[επέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πρόσθετη [[πληρωμή]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[αξία]]) [[πρόσθετος]] [[χαρακτηρισμός]] («πᾱσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῡ δικαίου καὶ ἀδίκου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γεγονός]], απλό [[περιστατικό]] («τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῑν», Αλεξ.)<br /><b>4.</b> [[βοήθεια]], [[αρωγή]], [[επικουρία]] (α. «[[προσθήκη]] τῆς γυναικὸς ἦν», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> [[μόριο]] («ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ [[πάθος]]», Λογγίν.)<br /><b>6.</b> [[τόκος]]<br /><b>7.</b> [[πρόοδος]]<br /><b>8.</b> το [[τμήμα]] της εκκλησίας που [[είναι]] πρόσθετο στο [[ιερό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσθήκη:''' ἡ ([[προστίθημι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προσθήκη]], [[παράρτημα]], [[συμπλήρωμα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>ἐν προσθήκης μέρει</i>, με τον τρόπο του παραρτήματος, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάτι]] που προστίθεται, συμβαίνει, [[συμβάν]], [[περίσταση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]]· <i>προσθήκῃ θεοῦ</i>, σε Σοφ.
}}
}}