Anonymous

προσκατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=préparer, construire, équiper <i>ou</i> instituer en outre;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκατασκευάζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατασκευάζω]].
|btext=préparer, construire, équiper <i>ou</i> instituer en outre;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκατασκευάζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατασκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] ή [[ετοιμάζω]] επί [[πλέον]] (α. «[[προσκατασκευάζω]] πόλεις πόλεσι», <b>Ιώσ.</b><br />β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αποδεικνύω]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκατασκευάζομαι</i><br />[[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}