Anonymous

προσκατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] ή [[ετοιμάζω]] επί [[πλέον]] (α. «[[προσκατασκευάζω]] πόλεις πόλεσι», <b>Ιώσ.</b><br />β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αποδεικνύω]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκατασκευάζομαι</i><br />[[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[παρασκευάζω]] ή [[ετοιμάζω]] επί [[πλέον]] (α. «[[προσκατασκευάζω]] πόλεις πόλεσι», <b>Ιώσ.</b><br />β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[αποδεικνύω]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκατασκευάζομαι</i><br />[[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]] [[επιπλέον]], σε Δημ.
}}
}}