Anonymous

προσπαρέχω: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσπαρέξω, <i>ao.2</i> προσπαρέσχον, <i>etc.</i><br />procurer en outre : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παρέχω]].
|btext=<i>f.</i> προσπαρέξω, <i>ao.2</i> προσπαρέσχον, <i>etc.</i><br />procurer en outre : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παρέχω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[παρέχω]]<br />(το ενεργ<br />και το μέσ.) [[δίνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] σε κάποιον, του [[χορηγώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως («ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχὼν [ναῡς]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προξενώ]] σε κάποιον [[κάτι]] [[ακόμη]], του [[επιφέρω]] επιπρόσθετη [[βλάβη]] («προσπαρέχεις βλάβας», Ιπποκρ.).
}}
}}