Anonymous

προσπαρέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπαρέχω''': [[παρέχω]] ἢ δίδω [[προσέτι]], τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814˙ Ἀρκάσι [[ναῦς]] Θουκ. 1. 9˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Πολ. 437Ε, Νόμ. 808C.
|lstext='''προσπαρέχω''': [[παρέχω]] ἢ δίδω [[προσέτι]], τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814˙ Ἀρκάσι [[ναῦς]] Θουκ. 1. 9˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Πολ. 437Ε, Νόμ. 808C.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσπαρέξω, <i>ao.2</i> προσπαρέσχον, <i>etc.</i><br />procurer en outre : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παρέχω]].
}}
}}