Anonymous

προστρίβω: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> frotter contre, <i>fig.</i> faire participer à, communiquer ; attribuer : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><b>2</b> user;<br /><i><b>Moy.</b></i> προστρίβομαι frotter contre : πληγάς τινι AR asséner des coups à qqn ; <i>fig.</i> τινι ὑποψίαν προδοσίας PLUT infliger à qqn le soupçon de trahison.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τρίβω]].
|btext=<b>1</b> frotter contre, <i>fig.</i> faire participer à, communiquer ; attribuer : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><b>2</b> user;<br /><i><b>Moy.</b></i> προστρίβομαι frotter contre : πληγάς τινι AR asséner des coups à qqn ; <i>fig.</i> τινι ὑποψίαν προδοσίας PLUT infliger à qqn le soupçon de trahison.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[τρίβω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[τρίβω]]<br />[[τρίβω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε ή με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον [[πάθος]] τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[προσάπτω]] («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσδίδω]] («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] [[φάντασμα]] τοῑς ὁρατοῑς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] το μέσ.) <i>προστρίβομαι</i><br />(με κακή σημ.) [[επιβάλλω]] ή [[ενεργώ]] ώστε να επιβληθεί σε κάποιον [[κάτι]] («ὑμῑν τὸ [[μήνιμα]] τῶν ἀλιτηρίων προστρίψομαι», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> φθείρομαι λόγω τριβής, εξαντλούμαι («ἀμβλὺν ἤδη προστετριμμένον τε πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}