Anonymous

προτεραῖος: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de la veille.<br />'''Étymologie:''' προτέρα ([[ἡμέρα]]) de [[πρότερος]].
|btext=α, ον :<br />de la veille.<br />'''Étymologie:''' προτέρα ([[ἡμέρα]]) de [[πρότερος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / προτεραῑος, -αία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη [[ημέρα]], στην [[παραμονή]] («τῇ προτεραίᾳ [[ἡμέρα]] τῆς μάχης», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως oυσ.) <i>ἡ προτεραία</i><br />η προηγούμενη [[μέρα]], η [[παραμονή]] («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με μια [[κατάσταση]]) ο προηγούμενος ή [[περασμένος]] («ἡ τῶν γονέων προτεραία [[ὄψις]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρότερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὑστερ</i>-<i>αῖος</i>)].
}}
}}