προτεραῖος
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
English (LSJ)
προτεραία, προτεραῖον, (πρότερος)
A previous to, qualifying ἡμέρα, c. gen., τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ τῆς μάχης on the day before the battle, Th.5.75: more freq. alone, τῇ προτεραίᾳ (sc. ἡμέρᾳ) Hdt.1.84, 126, etc. (in full, τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ (s. v.l.) Pl.Phd. 59d): c. gen., τῇ προτεραίᾳ τῆς.. καταστάσιος μελλούσης ἔσεσθαι the day before the audience, Hdt.9.9; τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας And. 4.29, cf. Pl.Phd. 58a; τῇ προτεραίᾳ ᾗ ἀνήγετο Lys.19.22; τῇ προτεραίᾳ ὅτε ταῦτ' ἔλεγεν D.21.119; κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Pl.Smp. 176d.
II former, ἡ τῶν γονέων προτεραία ὄψις the former condition... PMasp.2 iii 6 (vi A.D.).
III προτεραίτερος, Com. Comp. of πρότερος, 'soonerer', Ar.Eq.1165.
German (Pape)
[Seite 791] am Tage vorher; ἡ προτεραία, sc. ἡμέρα, der Tag vorher; τῇ προτεραίᾳ, Her. 7, 212; τῆς καταστάσιος, 9, 9; κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας, Plat. Conv. 176 d; seltener τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ, Phaed. 59 d; τῇ προτεραίᾳ ὅτε ταῦτ' ἔλεγε, am Tage vor dem, an welchem er dies sagte, Dem. 21, 119; Folgde.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de la veille.
Étymologie: προτέρα (ἡμέρα) de πρότερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτεραῖος -α -ον [πρότερος] voorafgaand (van dagen):; τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ de dag ervoor Hdt. 1.84.4; ἐκ τῆς π. van de dag ervoor Plat. Smp. 176d; τῇ π. ᾗ ἀνήγετο de dag voordat hij vertrok Lys. 19.22; τῇ π. ὅτε ταῦτ’ ἔλεγεν de dag voordat hij dit zei Dem. 21.119; met gen..; τῇ π. τῆς ὑστάτης καταστάσιος de dag voor de laatste audiëntie Hdt. 9.9.1; comp.. ἀλλ’ ἐγὼ προτεραίτερος maar ik... het eerst Aristoph. Eq. 1165.
Russian (Dvoretsky)
προτεραῖος: (compar. προτεραίτερος) предшествующий, предыдущий: τῇ προτεραίᾳ (sc. ἡμέρᾳ) Her., Plat. днем раньше, накануне; τῇ προτεραίᾳ ἢ - v.l. ᾗ - ἀνήγετο Lys. накануне своего отъезда; τῆ προτεραίᾳ ὅτε ταῦτ᾽ ἔλεγε Dem. за день до того, как он это сказал; ἐκ τῆς προτεραίας Plat. со вчерашнего дня.
Greek Monolingual
-α, -ο / προτεραῖος, προτεραία, προτεραῖον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, στην παραμονή («τῇ προτεραίᾳ ἡμέρα τῆς μάχης», Θουκ.)
2. (το θηλ. ως oυσ.) ἡ προτεραία
η προηγούμενη μέρα, η παραμονή («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.)
αρχ.
(σχετικά με μια κατάσταση) ο προηγούμενος ή περασμένος («ἡ τῶν γονέων προτεραία ὄψις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + κατάλ. -αιος (πρβλ. ὑστεραῖος)].
Greek Monotonic
προτεραῖος: -α, -ον (πρότερος), αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη μέρα, τῇπροτεραίᾳ ἡμέρᾳ, σε Πλάτ.· με γεν., τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ τῆς μάχης, σε Θουκ.· συχνότερα μόνο του, τῇ προτεραίᾳ (εξυπακ. ἡμέρᾳ), Λατ. pridie, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
προτεραῖος: -α, -ον, (πρότερος) σχηματισθὲν κατὰ τὸ δευτεραῖος, τριταῖος, κτλ., τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ, τὴν προηγηθεῖσαν ἡμέραν, Πλάτ. Φαίδων 59D· μετὰ γεν., τῇ προτ. ἡμέρᾳ τῆς μάχης Θουκ. 5. 75· - συνηθέστερον μόνον, τῇ προτεραία (ἐξυπακουομ. τοῦ ἡμέρᾳ), Λατ. pridie, Ἡρόδ. 1. 84, 126, Ἀνδοκ. 33. 1, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γεν., τῇ πρ. τῆς… καταστάσιος μελλούσης ἔσεσθαι, κατὰ τὴν προτεραίαν τῆς ἀκροάσεως, Ἡρόδ. 9. 9, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 58Α· τῇ πρ. ἢ ᾗ ἀνήγετο Λυσί. 153 ἐν τέλ.· τῇ προτ. ὅτε ταύτ’ ἔλεγε Δημ. 553. 10· ἐκ τῆς πρ. Πλάτ. Συμπ. 176D. - Συγκρ. προτεραίτερος, α, ον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1165. - Πρβλ. ὑστεραῖος.
Middle Liddell
προτεραῖος, η, ον πρότερος
on the day before, τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ Plat.; c. gen., τῇ πρ. ἡμέρᾳ τῆς μάχης Thuc.:—more commonly alone, τῇ προτεραίᾳ (sub. ἡμέρᾳ), Lat. pridie, Hdt., etc.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πρότερος πού παράγεται ἀπό πρόθεση πρό. Δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν πρόθ. πρό στή λέξη πόρρω.
Lexicon Thucydideum
prior, former, previous, 5.75.4, [vulgo commonly προτέρᾳ] pridie, on the day before, 1.54.2. 7.51.2 [ubi vulgo where commonly προτέρᾳ].