Anonymous

προσωπικός: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_11)
 
(35)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσωπικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἢ εἰς τὸ [[πρόσωπον]] ἀνήκων, [[ῥύπασμα]] Εὐστ. Πονημάτ. 217. 28. ΙΙ. [[προσωπικός]], εἰς [[πρόσωπον]] ἢ ἄνθρωπον ἀνήκων, [[ποιότης]] [[αὐτόθι]] 267, 65.
|lstext='''προσωπικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἢ εἰς τὸ [[πρόσωπον]] ἀνήκων, [[ῥύπασμα]] Εὐστ. Πονημάτ. 217. 28. ΙΙ. [[προσωπικός]], εἰς [[πρόσωπον]] ἢ ἄνθρωπον ἀνήκων, [[ποιότης]] [[αὐτόθι]] 267, 65.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσωπικός]], -ή, -όν, ΝΜ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρόσωπο]] ανθρώπου ή ζώου («προσωπική [[αρτηρία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρόσωπο]] ως [[άτομο]], [[ατομικός]] (α. «προσωπική [[πρόσκληση]]» β. «προσωπική [[ποιότης]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ανατομικού σχηματισμού που αναφέρεται στο [[πρόσωπο]] («προσωπική [[φλέβα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προσωπικό</i><br />το [[σύνολο]] τών ατόμων που εργάζονται σε μία [[δημόσια]] ή ιδιωτική [[υπηρεσία]] ή [[επιχείρηση]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα προσωπικά</i><br />α) ιδιωτικές υποθέσεις<br />β) αφορμές διενέξεων, προστριβές, δυσαρέσκειες<br />γ) (ως επίρρ. [[χωρίς]] [[άρθρο]]) αυτοπροσώπως, ο [[ίδιος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσωπικός]] [[δείκτης]]» <b>ανθρωπολ.</b> το πηλίκο του ύψους του προσώπου του ανθρώπου [[προς]] το διαζυγωματικό [[μήκος]], πολλαπλασιασμένο επί 100<br />β) «προσωπική [[προβολή]]»<br /><b>ιατρ.</b> ανώμαλη [[προβολή]] του εμβρύου στον τοκετό [[κατά]] την οποία προβάλλον [[τμήμα]] [[είναι]] το [[πρόσωπο]] και η οποία προκύπτει από [[υπερέκταση]] της κεφαλής του εμβρύου<br />γ) «προσωπικό [[νεύρο]]»<br /><b>ανατ.</b> η έβδομη [[συζυγία]] τών εγκεφαλικών νεύρων<br />δ) «προσωπική [[κράτηση]]» — η [[προσωποκράτηση]]<br />ε) «[[διοίκηση]] προσωπικού» — η [[διεύθυνση]] του ανθρώπινου δυναμικού σε μια [[επιχείρηση]] ή [[εκμετάλλευση]], αλλ. [[διαχείριση]] προσωπικού ή βιομηχανικές σχέσεις προσωπικού ή [[διαχείριση]]- [[διεύθυνση]] εργατικού δυναμικού<br />στ) «προσωπική [[αγωγή]]» — [[αγωγή]] με την οποία επιδιώκεται προσωπικό [[δικαίωμα]]<br />ζ) «προσωπική [[ελευθερία]]» — το [[δικαίωμα]] του ατόμου να κινείται ελεύθερα, δηλ. να μην καταδιώκεται, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται [[παρά]] μόνο όταν το ορίζει ο [[νόμος]]<br />η) <b>γραμμ.</b> i) «προσωπικό [[ρήμα]]» — το [[ρήμα]] του οποίου η [[διάθεση]] δηλώνεται με [[έννοια]] υποκειμένου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το απρόσωπο<br />ii) «προσωπικές αντωνυμίες» — οι αντωνυμίες που δηλώνουν τα [[τρία]] πρόσωπα του λόγου, δηλ. αυτό που ομιλεί, αυτό [[προς]] το οποίο αποτείνεται ο [[λόγος]] και αυτό για το οποίο γίνεται [[λόγος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσωπικώς</i> / [[προσωπικῶς]] ΝΜΑ, και προσωπικά Ν<br />αυτοπροσώπως, απευθείας, ο [[ίδιος]] («πήγα προσωπικώς και του μίλησα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ατομικώς («τον [[γνωρίζω]] προσωπικώς»)<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σχέση]] με το γραμματικό [[πρόσωπο]].
}}
}}