Anonymous

προϋπόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> être hypothéqué auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]].
|btext=<b>1</b> servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> être hypothéqué auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ὑπόκειμαι]]<br />[[προϋπάρχω]] (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον<br />οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῡ», Μεθόδ.<br />β. «προϋπόκειται τοῡ ἀνδριάντος τὸ [[ἐργαστήριον]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάρχω]] ήδη ως [[προϋπόθεση]]<br /><b>2.</b> έχω [[προηγουμένως]] υποθηκευθεί.
}}
}}