Anonymous

προϋπόκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προϋπόκειμαι''': ὡς παθητ. τοῦ [[προϋποτίθημι]], [[ὑπόκειμαι]] [[προηγουμένως]] ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = [[προϋπάρχω]] ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. [[προϋπάρχω]] ὡς [[ὑποθήκη]], Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
|lstext='''προϋπόκειμαι''': ὡς παθητ. τοῦ [[προϋποτίθημι]], [[ὑπόκειμαι]] [[προηγουμένως]] ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = [[προϋπάρχω]] ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. [[προϋπάρχω]] ὡς [[ὑποθήκη]], Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> être hypothéqué auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]].
}}
}}