Anonymous

πρωκτός: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />anus.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. ou vulg.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />anus.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. ou vulg.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />το τελικό [[τμήμα]] και [[στόμιο]] του πεπτικού [[σωλήνα]] τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων, το οποίο στον άνθρωπο περιλαμβάνει τον πρωκτικό [[σωλήνα]], [[δηλαδή]] την περινεϊκή [[μοίρα]] του ορθού, και τον [[καθαυτό]] πρωκτό, τον δακτύλιο, το [[πέρας]] του παχέος εντέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού ή λαϊκού λεξιλογίου, η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pr</i><i>ō</i><i>kt</i>-: <i>pr</i><i>ә</i><i>kt</i>- ή <i>prkt</i>- «[[πρωκτός]]» και συνδέεται με το αρμενικό <i>erastan</i>-<i>k</i>' «[[πρωκτός]]» (με [[επίθημα]] -<i>an</i>)].
}}
}}