3,274,216
edits
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />anus.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. ou vulg. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />anus.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. ou vulg. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />το τελικό [[τμήμα]] και [[στόμιο]] του πεπτικού [[σωλήνα]] τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων, το οποίο στον άνθρωπο περιλαμβάνει τον πρωκτικό [[σωλήνα]], [[δηλαδή]] την περινεϊκή [[μοίρα]] του ορθού, και τον [[καθαυτό]] πρωκτό, τον δακτύλιο, το [[πέρας]] του παχέος εντέρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού ή λαϊκού λεξιλογίου, η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pr</i><i>ō</i><i>kt</i>-: <i>pr</i><i>ә</i><i>kt</i>- ή <i>prkt</i>- «[[πρωκτός]]» και συνδέεται με το αρμενικό <i>erastan</i>-<i>k</i>' «[[πρωκτός]]» (με [[επίθημα]] -<i>an</i>)]. | |||
}} | }} |