Anonymous

πρυλέες: Difference between revisions

From LSJ
35
(Autenrieth)
(35)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=dat. πρυλέεσσι: heavyarmed [[foot]]-soldiers (= ὁπλι<&lt;><&gt;>ται), Il. 11.49, Il. 12.77, Il. 15.517, Il. 5.744.
|auten=dat. πρυλέεσσι: heavyarmed [[foot]]-soldiers (= ὁπλι<&lt;><&gt;>ται), Il. 11.49, Il. 12.77, Il. 15.517, Il. 5.744.
}}
{{grml
|mltxt=-έων, οἱ, Α<br /><b>1.</b> πεζοί στρατιώτες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το [[άρμα]] τους<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> πυκνοί, [[πάμπολλοι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> ή με τη λ. [[πρύτανις]], στην οποία θα μπορούσε πιθ. να μας οδηγήσει η [[υπόθεση]] ότι ο τ. [[πρυλέες]] χρησιμοποιείται και με σημ. ανάλογη με αυτήν της λ. <i>πρό</i>-<i>μαχοι</i>].
}}
}}