Anonymous

πρωτόθρονος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόθρονος''': -ον, ὁ κατέχων τὸν πρῶτον [[θρόνον]], Καλλ. εἰς Ἄρτ. 228, Κόλουθ. 153· ἑτερόκλ. πλθ. πρωτόθρονες, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 658· - οὕτω πρωτοθρόνιος, α, ον, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 10. 38, 6.
|lstext='''πρωτόθρονος''': -ον, ὁ κατέχων τὸν πρῶτον [[θρόνον]], Καλλ. εἰς Ἄρτ. 228, Κόλουθ. 153· ἑτερόκλ. πλθ. πρωτόθρονες, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυνίχ. 658· - οὕτω πρωτοθρόνιος, α, ον, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 10. 38, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτόθρονος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που κατέχει τον πρώτο θρόνο, που κάθεται στην πρώτη [[έδρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κορυφαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πρωτόθρονος]]<br />ο [[επισκοπικός]] [[θρόνος]] που προηγείται στην [[τάξη]] από όλους τους υπόλοιπους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />ο [[κάτοχος]] του πρώτου, [[κατά]] [[τάξη]], επισκοπικού θρόνου σε μια [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θρoνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>θρονος</i>].
}}
}}