Anonymous

πρωτοβόλος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_15)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτοβόλος''': -ον, (βάλλω) ὁ κτυπῶν πρῶτος, βλέφαρα παρὰ τῷ Ἰακωψίῳ ἐν Ἀνθ. Π. 3. σ. 67. 2) ὁ ἀλλάσσων τοὺς πρώτους ὀδόντας, ἐπὶ ἵππου, Ἱππιατρ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτόβολος, ον, παθ., ὁ πρῶτος βαλλόμενος, τέρμονά τε πρωτόβολον ἁλίῳ Εὐρ. Τρῳάδ. 1068.
|lstext='''πρωτοβόλος''': -ον, (βάλλω) ὁ κτυπῶν πρῶτος, βλέφαρα παρὰ τῷ Ἰακωψίῳ ἐν Ἀνθ. Π. 3. σ. 67. 2) ὁ ἀλλάσσων τοὺς πρώτους ὀδόντας, ἐπὶ ἵππου, Ἱππιατρ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτόβολος, ον, παθ., ὁ πρῶτος βαλλόμενος, τέρμονά τε πρωτόβολον ἁλίῳ Εὐρ. Τρῳάδ. 1068.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που για πρώτη [[φορά]] ρίχνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώα) αυτός που αποβάλλει τα [[πρώτα]] του δόντια («[[ὄνος]] θήλεια [[πρωτοβόλος]]», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανθηρός]], [[δροσερός]], [[ακμαίος]] («[[πρωτοβόλος]] ἥβη», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
}}
}}