Anonymous

πυκνόθριξ: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_22)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνὰς τρίχας, κοινῶς «πυκνότριχος», ὁ, Νόνν. Δ. 36. 302· [[ἀναγνωστέον]]: πυκιν-.
|lstext='''πυκνόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνὰς τρίχας, κοινῶς «πυκνότριχος», ὁ, Νόνν. Δ. 36. 302· [[ἀναγνωστέον]]: πυκιν-.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πυκινόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ Α<br />αυτός που έχει πυκνό, δασύ [[τρίχωμα]], [[δασύτριχος]], [[πυκνότριχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] / [[πυκινός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀγλαό</i>-[[θριξ]])].
}}
}}