3,277,243
edits
(T22) |
(35) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[imperfect]] ἐπυνθανομην; 2nd aorist [[ἐπυθόμην]]; (cf. [[Curtius]], § 328); a deponent [[verb]]; as in classical Greek from [[Homer]] [[down]].<br /><b class="num">1.</b> to [[inquire]], [[ask]]: followed by an [[indirect]] [[question]] — [[with]] the indicative R G; [[παρά]] τίνος τί (Buttmann, 167 (146)), [[παρά]] τίνος followed by an [[indirect]] [[question]] [[with]] the indicative τί [[περί]] τίνος, to [[ascertain]] by [[inquiry]]: followed by [[ὅτι]], A. V. understood). | |txtha=[[imperfect]] ἐπυνθανομην; 2nd aorist [[ἐπυθόμην]]; (cf. [[Curtius]], § 328); a deponent [[verb]]; as in classical Greek from [[Homer]] [[down]].<br /><b class="num">1.</b> to [[inquire]], [[ask]]: followed by an [[indirect]] [[question]] — [[with]] the indicative R G; [[παρά]] τίνος τί (Buttmann, 167 (146)), [[παρά]] τίνος followed by an [[indirect]] [[question]] [[with]] the indicative τί [[περί]] τίνος, to [[ascertain]] by [[inquiry]]: followed by [[ὅτι]], A. V. understood). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ποιητ. τ. [[πεύθομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[ζητώ]] να πληροφορηθώ ή [[μαθαίνω]] [[κάτι]] εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ' ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθαίνω]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «μάχης ἐπύθοντο καὶ ἄλλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[θεματικός]] ενεστ. <i>πεύθ</i>-<i>ομαι</i> (ποιητ. τ. του [[πυνθάνομαι]]) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>b</i><sup>h</sup><i>eud</i><sup>h</sup>- «[[είμαι]] [[ξύπνιος]], [[επαγρυπνώ]], [[παρατηρώ]], αφυπνίζομαι, [[προσέχω]], [[αναγνωρίζω]], [[πληροφορώ]]» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρχ. ινδ. <i>bod</i><sup>h</sup><i>ati</i> «[[είμαι]] [[ξύπνιος]], [[προσεκτικός]], [[καταλαβαίνω]]» και, [[επίσης]], «[[ξέρω]], [[γνωρίζω]]», αρχ. σλαβ. <i>bljudo</i> «[[παρατηρώ]], [[επαγρυπνώ]], [[προσέχω]]», ρωσ. <i>bljudu</i> «[[παρατηρώ]]». Στη Γερμανική το ρ. χρησιμοποιείται με ενεργητική σημ.: «[[δίνω]] [[προσοχή]]» απ' όπου η σημ. του αρχ. ισλ. <i>bj</i><i>ō</i><i>da</i> και του αρχ. άνω γερμ. <i>biotan</i> «[[προσκαλώ]]». Με ενεργητική σημ. χρησιμοποιείται και ο κρητ. τ. [[πεύθω]] [[επίσης]] και το λιθουαν. <i>baudžiu</i> «[[τιμωρώ]]». Γεγονός [[πάντως]] [[είναι]] ότι η [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>eud</i><sup>h</sup>- διαθέτει [[ποικιλία]] σημασιών, πολλές από τις οποίες έχουν περάσει αναλλοίωτες στις επιμέρους γλώσσες, ενώ ορισμένες απ' αυτές έχουν δημιουργήσει ειδικότερες σημ. που μαρτυρούνται μόνο στις συγκεκριμένες γλώσσες, όπως η σημ. «πληροφορούμαι» τών [[πυνθάνομαι]] / [[πεύθομαι]], η σημ. «[[ξέρω]], [[γνωρίζω]], [[καταλαβαίνω]]» του αβεστ. <i>baodaiti</i>, η σημ. «[[τιμωρώ]]» του λιθουαν. <i>baudžiu</i> και [[ακόμη]] η σημ. «[[αναγνώριση]]» του προσηγορικού αρχ. ιρλ. <i>buide</i>. Ο αόρ. β' του ρ. <i>ἐ</i>-<i>πύθ</i>-<i>οντο</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bud</i><sup>h</sup><i>anta</i>) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, όπως και τα ονοματικά παράγωγα [[πυστός]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>budd</i><sup>h</sup><i>a</i>-), [[πύστις]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>budd</i><sup>h</sup><i>i</i>-). Ο ενεστ., [[τέλος]], <i>πυ</i>-<i>ν</i>-<i>θ</i>-<i>άνομαι</i> έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με έρρινο επένθημα (που συνίσταται στην [[έκφραση]] του τέλους της ενέργειας) και [[επίθημα]] -<i>άνω</i> (<b>πρβλ.</b> [[λαγχάνω]], [[μανθάνω]], [[τυγχάνω]], [[λανθάνω]], <i>ἀνδάνω</i>)]. | |||
}} | }} |