3,277,243
edits
(35) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ποιητ. τ. [[πεύθομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[ζητώ]] να πληροφορηθώ ή [[μαθαίνω]] [[κάτι]] εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ' ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθαίνω]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «μάχης ἐπύθοντο καὶ ἄλλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[θεματικός]] ενεστ. <i>πεύθ</i>-<i>ομαι</i> (ποιητ. τ. του [[πυνθάνομαι]]) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>b</i><sup>h</sup><i>eud</i><sup>h</sup>- «[[είμαι]] [[ξύπνιος]], [[επαγρυπνώ]], [[παρατηρώ]], αφυπνίζομαι, [[προσέχω]], [[αναγνωρίζω]], [[πληροφορώ]]» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρχ. ινδ. <i>bod</i><sup>h</sup><i>ati</i> «[[είμαι]] [[ξύπνιος]], [[προσεκτικός]], [[καταλαβαίνω]]» και, [[επίσης]], «[[ξέρω]], [[γνωρίζω]]», αρχ. σλαβ. <i>bljudo</i> «[[παρατηρώ]], [[επαγρυπνώ]], [[προσέχω]]», ρωσ. <i>bljudu</i> «[[παρατηρώ]]». Στη Γερμανική το ρ. χρησιμοποιείται με ενεργητική σημ.: «[[δίνω]] [[προσοχή]]» απ' όπου η σημ. του αρχ. ισλ. <i>bj</i><i>ō</i><i>da</i> και του αρχ. άνω γερμ. <i>biotan</i> «[[προσκαλώ]]». Με ενεργητική σημ. χρησιμοποιείται και ο κρητ. τ. [[πεύθω]] [[επίσης]] και το λιθουαν. <i>baudžiu</i> «[[τιμωρώ]]». Γεγονός [[πάντως]] [[είναι]] ότι η [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>eud</i><sup>h</sup>- διαθέτει [[ποικιλία]] σημασιών, πολλές από τις οποίες έχουν περάσει αναλλοίωτες στις επιμέρους γλώσσες, ενώ ορισμένες απ' αυτές έχουν δημιουργήσει ειδικότερες σημ. που μαρτυρούνται μόνο στις συγκεκριμένες γλώσσες, όπως η σημ. «πληροφορούμαι» τών [[πυνθάνομαι]] / [[πεύθομαι]], η σημ. «[[ξέρω]], [[γνωρίζω]], [[καταλαβαίνω]]» του αβεστ. <i>baodaiti</i>, η σημ. «[[τιμωρώ]]» του λιθουαν. <i>baudžiu</i> και [[ακόμη]] η σημ. «[[αναγνώριση]]» του προσηγορικού αρχ. ιρλ. <i>buide</i>. Ο αόρ. β' του ρ. <i>ἐ</i>-<i>πύθ</i>-<i>οντο</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bud</i><sup>h</sup><i>anta</i>) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, όπως και τα ονοματικά παράγωγα [[πυστός]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>budd</i><sup>h</sup><i>a</i>-), [[πύστις]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>budd</i><sup>h</sup><i>i</i>-). Ο ενεστ., [[τέλος]], <i>πυ</i>-<i>ν</i>-<i>θ</i>-<i>άνομαι</i> έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με έρρινο επένθημα (που συνίσταται στην [[έκφραση]] του τέλους της ενέργειας) και [[επίθημα]] -<i>άνω</i> (<b>πρβλ.</b> [[λαγχάνω]], [[μανθάνω]], [[τυγχάνω]], [[λανθάνω]], <i>ἀνδάνω</i>)]. | |mltxt=και ποιητ. τ. [[πεύθομαι]] Α<br /><b>1.</b> [[ζητώ]] να πληροφορηθώ ή [[μαθαίνω]] [[κάτι]] εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ' ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθαίνω]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «μάχης ἐπύθοντο καὶ ἄλλοι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[θεματικός]] ενεστ. <i>πεύθ</i>-<i>ομαι</i> (ποιητ. τ. του [[πυνθάνομαι]]) ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>b</i><sup>h</sup><i>eud</i><sup>h</sup>- «[[είμαι]] [[ξύπνιος]], [[επαγρυπνώ]], [[παρατηρώ]], αφυπνίζομαι, [[προσέχω]], [[αναγνωρίζω]], [[πληροφορώ]]» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρχ. ινδ. <i>bod</i><sup>h</sup><i>ati</i> «[[είμαι]] [[ξύπνιος]], [[προσεκτικός]], [[καταλαβαίνω]]» και, [[επίσης]], «[[ξέρω]], [[γνωρίζω]]», αρχ. σλαβ. <i>bljudo</i> «[[παρατηρώ]], [[επαγρυπνώ]], [[προσέχω]]», ρωσ. <i>bljudu</i> «[[παρατηρώ]]». Στη Γερμανική το ρ. χρησιμοποιείται με ενεργητική σημ.: «[[δίνω]] [[προσοχή]]» απ' όπου η σημ. του αρχ. ισλ. <i>bj</i><i>ō</i><i>da</i> και του αρχ. άνω γερμ. <i>biotan</i> «[[προσκαλώ]]». Με ενεργητική σημ. χρησιμοποιείται και ο κρητ. τ. [[πεύθω]] [[επίσης]] και το λιθουαν. <i>baudžiu</i> «[[τιμωρώ]]». Γεγονός [[πάντως]] [[είναι]] ότι η [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>eud</i><sup>h</sup>- διαθέτει [[ποικιλία]] σημασιών, πολλές από τις οποίες έχουν περάσει αναλλοίωτες στις επιμέρους γλώσσες, ενώ ορισμένες απ' αυτές έχουν δημιουργήσει ειδικότερες σημ. που μαρτυρούνται μόνο στις συγκεκριμένες γλώσσες, όπως η σημ. «πληροφορούμαι» τών [[πυνθάνομαι]] / [[πεύθομαι]], η σημ. «[[ξέρω]], [[γνωρίζω]], [[καταλαβαίνω]]» του αβεστ. <i>baodaiti</i>, η σημ. «[[τιμωρώ]]» του λιθουαν. <i>baudžiu</i> και [[ακόμη]] η σημ. «[[αναγνώριση]]» του προσηγορικού αρχ. ιρλ. <i>buide</i>. Ο αόρ. β' του ρ. <i>ἐ</i>-<i>πύθ</i>-<i>οντο</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bud</i><sup>h</sup><i>anta</i>) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, όπως και τα ονοματικά παράγωγα [[πυστός]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>budd</i><sup>h</sup><i>a</i>-), [[πύστις]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>budd</i><sup>h</sup><i>i</i>-). Ο ενεστ., [[τέλος]], <i>πυ</i>-<i>ν</i>-<i>θ</i>-<i>άνομαι</i> έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας με έρρινο επένθημα (που συνίσταται στην [[έκφραση]] του τέλους της ενέργειας) και [[επίθημα]] -<i>άνω</i> (<b>πρβλ.</b> [[λαγχάνω]], [[μανθάνω]], [[τυγχάνω]], [[λανθάνω]], <i>ἀνδάνω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πυνθάνομαι:''' εκτεταμ. από √<i>ΠΥΘ</i> (βλ. [[πεύθομαι]])· Επικ. παρατ. <i>πυνθανόμην</i>, μέλ. [[πεύσομαι]], Δωρ. <i>πευσοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπῠθόμην</i>, προστ. <i>πυθοῦ</i>, Ιων. [[πύθευ]]· Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. [[πεπύθοιτο]]· παρακ. [[πέπυσμαι]], βʹ ενικ. <i>πέπῠσαι</i>, Επικ. <i>πέπυσσαι</i>, απαρ. <i>πεπύσθαι</i>· υπερσ. <i>ἐπεπύσμην</i>, γʹ ενικ. [[ἐπέπυστο]], Επικ. [[πέπυστο]], γʹ δυϊκ. [[πεπύσθην]]· [[μαθαίνω]] εξ ακοής ή ρωτώντας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">1.</b> <i>πυνθ. τί τινος</i>, [[μαθαίνω]] [[κάτι]] από ένα [[πρόσωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τι ἀπό τινος, σε Αισχύλ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Σοφ.· [[παρά]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ. μόνο, [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., [[ακούω]], [[ακούω]] να γίνεται [[λόγος]] για [[κάτι]], [[ακούω]] [[νέα]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>π. τινά τινος</i>, ζητώ να μάθω από κάποιον για [[κάτι]], σε Αριστοφ.· ομοίως, π. [[περί]] τινος, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> με μτχ., <i>πυθόμην ὁρμαίνοντα ὁδόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός</i>, άκουσα ότι το Πλημμύριο είχε κυριευθεί, σε Θουκ.· ομοίως, [[οὔπω]] [[πυθέσθαι]] Πατρόκλοιο θανόντος, δεν είχαν [[ακόμα]] ακούσει για τον θάνατό του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> με απαρ., [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] ότι, σε Σοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |