Anonymous

πυργοῦχος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_14)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυργοῦχος''': ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων ἢ φέρων πύργον· ἐπὶ πολεμικῶν πλοίων, [[κατάστρωμα]] ἐπίπεδον φέρον πύργους πρὸς ἄμυναν, Πολύβ. 16. 3, 12, [[Πολυδ]]. Α΄, 92.
|lstext='''πυργοῦχος''': ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων ἢ φέρων πύργον· ἐπὶ πολεμικῶν πλοίων, [[κατάστρωμα]] ἐπίπεδον φέρον πύργους πρὸς ἄμυναν, Πολύβ. 16. 3, 12, [[Πολυδ]]. Α΄, 92.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[ιδιοκτήτης]] πύργου<br /><b>2.</b> (για πολεμικά πλοία) επίπεδο [[κατάστρωμα]] το οποίο έχει πύργους για [[άμυνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύργος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}